Είναι η παθολογική κατάσταση, που εμφανίζεται στην περίοδο της ανάπτυξης, χαρακτηρίζεται από νοητική ικανότητα κάτω από το μέσο όρο και συνοδεύεται από μειωμένη ικανότητα προσαρμογής.
Σύμφωνα με το DSM-IV, για να δοθεί η διάγνωση της νοητικής υστέρησης πρέπει ο δείκτης νοημοσύνης του παιδιού (I.Q.) να είναι περίπου ίσος ή μικρότερος του 70 και να υπάρχει έκπτωση της λειτουργικότητας του ατόμου σε τουλάχιστον δύο από τους παρακάτω τομείς:
επικοινωνία,
αυτοεξυπηρέτηση,
διαβίωση στο σπίτι,
κοινωνικές δεξιότητες,
χρήση των πηγών της κοινότητας,
αυτονομία,
λειτουργικές σχολικές δεξιότητες,
εργασία,
ελεύθερος χρόνος,
υγεία και
ασφάλεια.
Ανάλογα με την βαρύτητά της, η νοητική υστέρηση ταξινομείται σε 4 κατηγορίες:
Ήπια Νοητική Υστέρηση (με δείκτη νοημοσύνης από 50-55 έως 70),
Μέτρια Νοητική Υστέρηση (με δείκτη νοημοσύνης από 35-40 έως 50-55)
Σοβαρή Νοητική Υστέρηση (με δείκτη νοημοσύνης από 20-25 έως 35-40) και
Βαριά Νοητική Υστέρηση (με δείκτη νοημοσύνης κάτω από 20-25).
Το ποσοστό εμφάνισης της νοητικής υστέρησης υπολογίζεται γύρω στο 1-3% του πληθυσμού, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης στα αγόρια από ότι στα κορίτσια.
Αίτια
Τα αίτια που ευθύνονται για την νοητική καθυστέρηση ταξινομούνται κυρίως σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
Στην νοητική καθυστέρηση που οφείλεται σε βιολογικούς παράγοντες, οι οποίοι αφορούν γενετικά και περιβαλλοντικά αίτια και
Στην νοητική καθυστέρηση που προέρχεται από ψυχολογικούς παράγοντες.
Συγκεκριμένα τα γενετικά αίτια εμφανίζονται από την στιγμή της σύλληψης. Σε αυτά περιλαμβάνονται και τα αίτια που οφείλονται σε κληρονομικούς παράγοντες. Τα γενετικά αίτια οφείλονται κυρίως σε χρωμοσωματικές ανωμαλίες.
Τα περιβαλλοντικά αίτια οφείλονται κυρίως σε εξωγενείς παράγοντες και εμφανίζονται κατά την περίοδο της κύησης, κατά τον τοκετό και κατά την παιδική ηλικία.
Οι ψυχοκινωνικοί παράγοντες που προκαλούν νοητική υστέρηση αφορούν κυρίως το περιβάλλον του παιδιού. Παιδιά που προέρχονται από χαμηλό κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον, οι δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης, η έλλειψη καθημερινής φροντίδας και οι διαταραγμένες ενδοοικογενειακές σχέσεις, επηρεάζουν σημαντικά την εξέλιξη του παιδιού. Πολλές φορές η αγωνία των γονέων για επιβίωση οδηγεί συνήθως στην αδιαφορία απέναντι στα παιδιά ακόμα και στην παιδική κακοποίηση αλλά περισσότερο στην έλλειψη επικοινωνίας, η οποία επηρεάζει κυρίως την ανάπτυξη του λόγου και ο οποίος θεωρείται σημαντικός όχι μόνο για την γνωστική ανάπτυξη αλλά και για την επικοινωνία και την κοινωνική ένταξη του παιδιού.
Χαρακτηριστικά – Συμτώματα
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά των παιδιών με νοητική υστέρηση αφορούν δυσκολίες και προβλήματα στη γλωσσική ανάπτυξη και επικοινωνία, στην προσοχή, στη μνημονική λειτουργία και στις αντιληπτικές λειτουργίες. Συγκεκριμένα:
Προβλήματα γλωσσικής ανάπτυξης και επικοινωνίας: Τα προβλήματα αυτά οφείλονται κυρίως στην αδυναμία τους να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν σωστά τις διάφορες κοινωνικές καταστάσεις, λόγω τις ανεπάρκειας των γνωστικών λειτουργιών τους με συνέπεια να εξωτερικεύουν με ακατάλληλο τρόπο, ακατάλληλες σκέψεις για την συγκεκριμένη περίσταση, πράγμα που δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα στο περιβάλλον τους.
Προβλήματα προσοχής: Τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν σημαντικά μαθησιακά προβλήματα που οφείλονται στη δυσκολία να συγκεντρώνουν την προσοχή τους στο ερέθισμα που τους ζητείται να προσέξουν.
Προβλήματα μνήμης: Η μνήμη θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες μάθησης. Η βραχυπρόθεσμη μνήμη αποτελεί σημαντικό παράγοντα της νοητικής ανεπάρκειας και μερικές φορές θεωρείται και ως κύριος παράγοντας, ενώ η μακροχρόνια μνήμη φαίνεται πως δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα.
Προβλήματα αντίληψης: Οι βλάβες αισθητήριων οργάνων όπως η όραση και η ακοή καθώς και οι δυσλειτουργίες των αντιληπτικών λειτουργιών προκαλούν κάποιες διαταραχές στα παιδιά αυτά. Για παράδειγμα δύσκολα ανταποκρίνονται σε ασκήσεις οπτικής αντίληψης και διάκρισης για να επισημάνουν π.χ. ομοιότητες και διαφορές δύο εικόνων.
Τρόποι παρέμβασης
Πρωταρχικοί στόχοι πρέπει να είναι η βοήθεια των παιδιών αυτών να φτάσουν και να κατακτήσουν όσο γίνεται περισσότερο το γλωσσικό επίπεδο, σε σύγκριση με τα φυσιολογικά παιδιά που το έχουν είδη έτοιμο όταν πάνε στο σχολείο. Αυτό γίνεται για πολύ χρόνο, για όλη την σχολική ζωή τους, με όλα τα απαραίτητα αντικείμενα και με όλες τις απαιτούμενες ασκήσεις και επαναλήψεις.
Στο σχολικό πρόγραμμα τα γλωσσικά μαθήματα όπως η ανάγνωση, η γραφή και η ορθογραφία πρέπει να γίνονται με ιδιαίτερη προσοχή. Τα παιδιά με νοητική υστέρηση συναντούν ιδιαίτερη δυσκολία στα γλωσσικά μαθήματα, γιατί τα μαθήματα αυτά προϋποθέτουν ιδιαίτερες δεξιότητες όπως διάκριση μορφών, οπτική μνήμη, έννοια της ακολουθίας, κινητική δεξιότητα, προσανατολισμό στο χώρο, αφηρημένα στοιχεία και συμβολισμούς. Για να μπορέσουν λοιπόν τα παιδιά αυτά να αποκτήσουν τις δεξιότητες της προφορικής και γραπτής επικοινωνίας, χρειάζεται ένα καλά οργανωμένο πρόγραμμα για την διδασκαλία των γλωσσικών μαθημάτων για όλη τη διάρκειά της φοίτησης τους στο σχολείο. Η ανάγνωση διδάσκεται σε αυτά τα παιδιά με σκοπό να τους βοηθήσει σε τρεις βασικούς τομείς:
Στην προφύλαξη από κινδύνους, για παράδειγμα την αναγνώριση των σημάτων κινδύνου,
Στην απόκτηση και παροχή πληροφοριών και
Στην ψυχαγωγία, για παράδειγμα την ανάγνωση ελεύθερον αναγνωσμάτων.
Επομένως ένα πλήρης πρόγραμμα διδασκαλίας της ανάγνωσης περιλαμβάνει τα εξής στάδια:
1)Το προπαρασκευαστικό,
2)Τη διδασκαλία της πρώτης ανάγνωσης και γραφής και
3)Την εφαρμογή της αναγνωστικής δεξιότητας σε πρακτικές καταστάσεις.